- κτυπώ
- (AM κτυπῶ, -έω)βλ. χτυπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτυπώ — → δες χτυπώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κτυπῶ — κτυπέω crash pres subj act 1st sg (attic epic doric) κτυπέω crash pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπῳ — κτύπος crash masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπωι — κτύπῳ , κτύπος crash masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοκτυπώ — άω / ποδοκτυπῶ έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν νεοελλ. (για υποζύγια) σηκώνω και χτυπώ έντονα τα μπροστινά πόδια στο έδαφος, ενώ είμαι σταματημένος μσν. (για χορευτή) χτυπώ δυνατά τα πόδια στο δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κτυπῶ (< κτύπος <… … Dictionary of Greek
ρινοκτυπώ — έω, ΜΑ ξεφυσώ δυνατά, κάνω δυνατό θόρυβο με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + κτυπῶ (< κτύπος < κτυπῶ), πρβλ. ποδο κτυπώ] … Dictionary of Greek
κτύπημα — και χτύπημα, το (AM κτύπημα) [κτυπώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα τής καμπάνας τόν ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
σφυροκτυπώ — έω, ΜΑ χτυπώ με τη σφύρα, σφυροκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + κτυπῶ (< κτυπος < κτύπος), πρβλ. ποδο κτυπώ] … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek